φαλάγγων — φάλαγξ line of battle fem gen pl φαλαγγόω furnish with rollers imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φαλαγγόω furnish with rollers imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SASEM — apud Arabes, lignum est ebeni instar; in plurari semasim, eôdem nomine dictum, quô sesamum, quam vis a sesamo diversissimum. Quo haec pertinent in Alcamus: Siz vel Siza, nigrum lignum ad patinas conficiendas. Aut est ebenus, aut sasim, aut lignum … Hofmann J. Lexicon universale
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
μικροδακτυλία — η ιατρ. συγγενής ανατομική δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αφύσικα μικρών δακτύλων σε ένα ή περισσότερα από τα άκρα και οφείλεται σε διακοπή τής ανάπτυξὴς τους κατά την ενδομήτρια ζωή ή σε συγγενή έλλειψη μερικών φαλάγγων τών δακτύλων … Dictionary of Greek
πληκτροδακτυλία — η, Ν ιατρ. υποστρόγγυλη διόγκωση τών ονυχοφόρων φαλάγγων τών δακτύλων τών χεριών, που θυμίζουν πλήκτρα τύμπανου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήκτρο + δάκτυλο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. drumstick fingers, γαλλ. doigts en… … Dictionary of Greek
προκόνδυλοι — οἱ, και προκόνδυλα, τὰ, Α οι κόνδυλοι τών δακτύλων που βρίσκονται μεταξύ τού μετακαρπίου και τών φαλάγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόνδυλος «κυρτή υποστρόγγυλη ή ωοειδής αρθρική επιφάνεια ενός οστού» (πρβλ. μετα κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τυμπανοπληκτροδακτυλία — η, Ν ιατρ. διόγκωση τών ονυχοφόρων φαλαγγών τών δακτύλων, που θυμίζει το άκρο τών πλήκτρων τών τυμπάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + πλήκτρο + δάκτυλο] … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγία — η, Ν ζωολ. χαρακτηριστικό ορισμένων ειδών τετράποδων σπονδυλοζώων στα οποία ο αριθμός τών φαλάγγων ορισμένων δακτύλων ή και όλων τών δακτύλων ξεπερνά τις τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperphalangie … Dictionary of Greek